- μονοκρατία
- μονοκρατία, ιων. τ. μοναρχίη, ἡ (Α)μοναρχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -κρατία (< -κρατής < κράτος), πρβλ. ισο-κρατία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Monocracia — La monocracia (del griego μονοκρατία [‘el poder de uno’],[1] [2] tr. monokratía) es un sistema de gobierno en el cual el titular de la soberanía es un único individuo. Es el jefe único quien expresa la voluntad definitiva del Estado. Es ayudado… … Wikipedia Español
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek